- κεφαλοδέσμου
- κεφαλόδεσμοςhead-bandmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λώρος — ο (AM λῶρος) δερμάτινο λουρί, ταινία, λουρίδα, ιμάντας νεοελλ. ιατρ. το σύνολο τών στοιχείων με τα οποία συνδέεται το έμβρυο με τον πλακούντα, αλλ. ομφάλιος λώρος μσν. 1. είδος αψίδας 2. χρυσή επωμίδα 3. λουριδωτός επενδύτης τών αυτοκρατόρων και… … Dictionary of Greek
σαλοφακίαλος — ον, Μ 1. παρωνύμιο επισκόπου τού οποίου η μίτρα στεκόταν στο κεφάλι του με αστάθεια 2. μτφ. άνθρωπος ασταθής, που αλλάζει διαρκώς τις απόψεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + φακιάλιον «είδος κεφαλόδεσμου»] … Dictionary of Greek
σουργούτσι — το, Ν (λαογρ.) μεταλλικό, συνήθως, εξάρτημα τού κεφαλόδεσμου παραδοσιακής φορεσιάς το οποίο με τον θόρυβο που έκανε θεωρούνταν ως αποτρεπτικό τού κακού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ.] … Dictionary of Greek
τουλίπα — Κοινή ονομασία πολυάριθμων ειδών του γένους τουλίπη (οικογένεια λειριιδών ή λιλιιδών, μονοκοτυλήδονα): πρόκειται για πολυετή, ποώδη φυτά με βολβό ωοειδή, κονδυλοειδή, σκεπασμένο με ένα μόνο καστανόχρωμο χιτώνα. Από τον βολβό αναπτύσσονται κάθε… … Dictionary of Greek
φακιόλι — το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciāle «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»] … Dictionary of Greek
χειρόμακτρο — το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α (λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών αρχ. είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αμοργού — Η συλλογή ευρημάτων από τις ανασκαφές στις τρεις αρχαίες πόλεις της Aμοργού, την Aιγιάλη, την Aρκεσίνη και τη Mινώα, στεγάζεται στον ανακατασκευασμένο Πύργο του Γαβρά (Χώρα Αμοργού), του 16ου αι. Στο κατώγι, τον εντυπωσιακό αύλειο χώρο με τις… … Dictionary of Greek